- ῥῖψε
- ῥίπτωthrowaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεταγών — όντος, ὁ, Α (επικ. τ. μτχ. αορ. β με αναδιπλασιασμό και χωρίς ενεστ.) (συν. με γεν.) αφού τόν, τήν ή τό έπιασε ή κρατώντας κάποιον ή κάτι («ῥῑψε ποδὸς τεταγὼν» τόν έπιασε από το πόδι και τόν πέταξε, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματισμένος με… … Dictionary of Greek
ῥῖψ' — ῥῖψαι , ῥίπτω throw aor imperat mid 2nd sg ῥῖψαι , ῥίπτω throw aor inf act ῥῖψα , ῥίπτω throw aor ind act 1st sg (homeric ionic) ῥῖψε , ῥίπτω throw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ῥῖψι , ῥῖψις throwing fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)